οβιδοβόλο

οβιδοβόλο
το
στρ. τύπος πυροβόλου μέσου βεληνεκούς, με καμπύλη τροχιά και σχετικά βραχεία κάννη σε σχέση με τα ποροβόλα τού ίδιου διαμετρήματος, κατάλληλο για προσβολή στόχων σε ορεινές περιοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. obusier (βλ. λ. οβίδα) < οβίδα + -βόλο (< βάλλω), πρβλ. πυρο-βόλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οβιδοβόλο — το πυροβόλο όπλο με κοντή κάννη, που ρίχνει οβίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”